- ἀκύκητος
- ἀκύκητος, ον,A untroubled,
διάνοιαι Phld.D.1.17
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
διάνοιαι Phld.D.1.17
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ακύκητος — ἀκύκητος, ον (Α) [κυκῶ] ο αδιατάρακτος … Dictionary of Greek